- συμπεφύκασι
- συμπεφύ̱κᾱσι , συμφύωmake to grow togetherperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν … Dictionary of Greek